- φαινομηρίδα
- η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί τηςνεοελλ.συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.